ἀντισπαστικός

ἀντισπαστικός
ἀντισπαστικός
able to draw back
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντισπαστικός — ή, ό (Α ἀντισπαστικός, ή, όν) (Μετρ.) αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους αρχ. ο ικανός να αναχαιτίζει …   Dictionary of Greek

  • ἀντισπαστικά — ἀντισπαστικός able to draw back neut nom/voc/acc pl ἀντισπαστικά̱ , ἀντισπαστικός able to draw back fem nom/voc/acc dual ἀντισπαστικά̱ , ἀντισπαστικός able to draw back fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικῶν — ἀντισπαστικός able to draw back fem gen pl ἀντισπαστικός able to draw back masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικόν — ἀντισπαστικός able to draw back masc acc sg ἀντισπαστικός able to draw back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικοῖς — ἀντισπαστικός able to draw back masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικοί — ἀντισπαστικός able to draw back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικοῦ — ἀντισπαστικός able to draw back masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικούς — ἀντισπαστικός able to draw back masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικῆς — ἀντισπαστικός able to draw back fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντισπαστικῇ — ἀντισπαστικός able to draw back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”